μετασχολικός

μετασχολικός
-ή, -ό
ο σχετικός με την περίοδο μετά τη φοίτηση στο σχολείο: Μετασχολική ηλικία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετασχολικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίοδο η οποία ακολουθεί τη φοίτηση στο σχολείο («τα μετασχολικά χρόνια είναι κρίσιμα για τη ζωή ενός νέου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + σχολικός (< σχολή), πρβλ. εξω σχολικός] …   Dictionary of Greek

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”